Πρόβλημα όρασης υφίσταται γενικά, όταν η ικανότητα αντίληψης του φωτός και των χρωμάτων είναι ελαττωμένη ή έχει ολικώς απωλεσθεί.
Για να υπάρχει τύφλωση, σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό της, πρέπει να συντρέχουν δύο περιπτώσεις. Κατά την πρώτη περίπτωση η οπτική ικανότητα ενός ατόμου πρέπει να είναι 6/60 ή και λιγότερο, ενώ κατά την δεύτερη να είναι μεν μεγαλύτερη από 6/60, αλλά το εύρος του οπτικού πεδίου να μην ξεπερνάει τις 20 μοίρες. Αυτό σημαίνει ότι στην πρώτη περίπτωση ένα τυφλό άτομο δεν μπορεί να δει σε απόσταση μεγαλύτερη από 6 μέτρα, τη στιγμή που ένας φυσιολογικός άνθρωπος είναι σε θέση να δει στα 60 μέτρα. Στη δεύτερη περίπτωση σημαίνει ότι το πεδίο όρασης είναι περιορισμένο σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο τυφλός να μπορεί ανά πάσα στιγμη να δει μόνο σε μια περιορισμένη περιοχή. Με βάση τον παραπάνω ορισμό είναι δυνατόν ένα ευρύ φάσμα οπτικών ανικανοτήτων να θεωρηθεί ως τύφλωση και τα άτομα που περιουσιάζουν αυτές τις ανικανότητες ως τυφλά.
Έτσι, ο Bauman κατέταξε όλες τις περιπτώσεις οπτικής ανικανότητας σε τρεις κατηγορίες τύφλωσης: