Ασφαλώς το ζητούμενο στην περίπτωση του μονοχόρδου δεν αποτελεί η κατασκευή ενός επίμηκους κουτιού επάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια χορδή. Το μονόχορδο σχεδιάστηκε για πρώτη φορά πιθανότατα γύρω στο 300πΧ και «πλασαρίστηκε» ως επιδεικτικό εργαλείο για τη διδασκαλία της Αρμονικής επιστήμης, από τους λεγόμενους «Κανονικούς» δηλαδή τους θεωρητικούς που ναι μεν απηχούσαν τις θέσεις των μαθηματικών αρμονικών αλλά ακολουθώντας το φιλοσοφικό ρεύμα μετά τον Αριστοτέλη, εισήγαγαν επιδεικτικές διατάξεις κατά τη διδασκαλία της επιστήμης. Με το μονόχορδο λοιπόν, οπτικοποιούμε την ακουστική εμπειρία διευκολύνοντας την κατανόηση –εκ μέρους του σπουδαστή– των λογαριθμικών σχέσεων που διέπουν τα μουσικά διαστήματα.
Οι διαδοχικές θέσεις των φθόγγων στη φυσική κλίμακα (στο διατονικό ή στο χρωματικό γένος) σε απόσταση δύο οκτάβων είναι δυνατόν να οριστούν πάνω σε δοσμένο ευθύγραμμο τμήμα –όπως έδειξε ο Ευκλείδειος συγγραφέας της Κατατομής Κανόνος- μόνον με τη χρήση του κανόνα και το διαβήτη, χωρίς δηλαδή μαθηματικούς υπολογισμούς.
Τα αποτελέσματα την γεωμετρικής εφαρμογής της προσθαφαίρεσης διαστηματικών μεγεθών εντός της οκτάβας είναι δυνατόν να ακουστούν και να επαληθευθούν στο μονόχορδο.
Ακολουθεί η γεωμετρική διαίρεση κανόνα μήκους 120cm.